ΤΥΡΟΠΙΤΑΚΙΑ ΚΟΥΡΟΥ
Τα τυροπιτάκια ανήκουν σε μια ειδική κατηγορία συνταγών. Είναι μάλλον ένα από τα φαγητά-σύμβολο της μαμαδίστικης κουζίνας, που ο ρόλος τους είναι πολύ μεγαλύτερος από το να χορτάσουν την οικογένεια: Τα τυροπιτάκια είναι εστία, μνήμη, μάζωξη και κολατσιό ολόκληρων γενεών.
Στο δικό μας σπίτι βέβαια κυριαρχούσαν κυρίως οι πίτες. Θυμάμαι τεράστια ταψιά με τυρόπιτες, χορτόπιτες, γαλατόπιτες και κολοκυθόπιτες κάθε λογής: μασούρια, στριφτές, σε στρώσεις, με κόθρο. Τα πάντα όλα. Εννοείται πως η μητέρα μου άνοιγε η ίδια το φύλλο με τον λεπτό πλάστη, όπως είχε μάθει από την γιαγιά μου την Χρύσα. Τα τυροπιτάκια μπήκαν στην ζωή μας αργότερα, αλλά επειδή η μητέρα μου τα έβαλε γρήγορα στα τραπέζια και στις μαζώξεις μας, έχω την αίσθηση ότι πάντα υπήρχαν στα οικογενειακά μενού.
Η ευκολία που έχουν τα τυροπιτάκια κουρού στην παρασκευή τους και τα υλικά που συνήθως υπάρχουν στο σπίτι, τα έχουν αναβαθμίσει στο στάνταρ σνακ του μικρού μας κτήματος όταν επισκέπτεται την μαμά μας ο εγγονός κι έχουν πάρει προαγωγή έναντι της τυρόπιτας. Λογικό το βρίσκω. Η μητέρα μου είναι πλέον εργαζόμενη, με αρκετά πράγματα να περιμένουν την φροντίδα της στο κτήμα κι έτσι το να πιάσει τον πλάστη και να ανοίξει φύλλο δεν βρίσκεται πολύ υψηλά στην λίστα των προτεραιοτήτων της.
Εγώ από την άλλη, που φαίνεται πως θα είμαι εκείνη που θα κληρονομήσει τους πλάστες, παραδέχομαι πως φτιάχνω συχνότερα από καθετί άλλο τα συγκεκριμένα κουρού. Ίσως, δηλαδή το μοναδικό που φτιάχνω συχνότερα να είναι μια φέτα ψωμί με βούτυρο και μέλι και το λέω αυτό χωρίς να υπερβάλω, αφού πολύ συχνά ετοιμάζω την τριπλάσια δόση από αυτήν που σας δίνω εδώ και βάζω τα τυροπιτάκια μου στην κατάψυξη. Έτσι έχω πάντα ένα έτοιμο πρωινό, ένα δώρο για κάποιον που με προσκαλεί στο σπίτι του και βέβαια, το καλύτερο κέρασμα για όποιον εμφανίζεται ξαφνικά – ή όχι και τόσο ξαφνικά. Η φίλη μου η Χρύσα από την Καλιφόρνια, μου τα παραγγέλνει με το που θα κλείσει εισιτήριο για Ελλάδα. Ακόμα και μέσα στην πανδημία, που δεν μπορέσαμε να συναντηθούμε, της τα έστειλα με τα ΚΤΕΛ στην Θεσσαλονίκη. True story.
Την συνταγή μας την έδωσε η κ. Κούλα και οι δοσολογίες ήταν ακριβώς όπως τις γράφω παρακάτω: χρησιμοποιώντας ως δοσομετρητή το κεσεδάκι γιαουρτιού. Η παράδοση και η παλιά νοικοκυροσύνη δεν καταλαβαίνουν από μεζούρες και ζυγαριές. Για την ευκολία της υπόθεσης, σας έχω δώσει κι εγώ τα υλικά με τον ίδιο τρόπο. Με σεβασμό στην συνταγή που παρέλαβα, έχω κάνει μια μικρή αλλαγή που θεωρώ ότι αναβαθμίζει πολύ το τελικό αποτέλεσμα, κι αυτή είναι η αντικατάσταση ενός μέρους του αλευριού με σκληρό αλεύρι. Η κ. Κούλα και η μητέρα μου χρησιμοποιούν μονάχα αλεύρι για όλες τις χρήσεις. Χρησιμοποιήστε ό,τι θέλετε και ό,τι έχετε. Το αποτέλεσμα είναι, ούτως ή άλλως πολύ καλό.
Για περισσότερα, μπορείτε αν θέλετε να με ακολουθήσετε σε Facebook και Instagram όπου μοιράζομαι όσα τρώμε στο μικρό μας κτηματάκι, αλλά και ό,τι άλλο όμορφο συναντώ. Να είσαστε καλά και να χαιρόσαστε τα μαγειρέματά σας.
Chase the slow,
Υλικά (για περίπου 15 τυροπιτάκια)
1 κεσεδάκι (200γρ) γιαούρτι στραγγιστό
1 κεσεδάκι σπορέλαιο ή ελαιόλαδο
1/2 κ.γ. αλάτι
χυμό μισού λεμονιού
μαγειρική σόδα, στην μύτη ενός μικρού κουταλιού
3 κεσεδάκια αλεύρι για όλες τις χρήσεις (εναλλακτικά: 2 κεσεδάκια αλεύρι γ.ο.χ. και 1 κεσεδάκι αλεύρι σκληρό)
150 γρ. φέτα
1 αυγό για επάλειψη
Εκτέλεση
Σε ένα μπωλ, αναμιγνύουμε το γιαούρτι, το λάδι και το αλάτι, είτε με το χέρι, είτε χρησιμοποιώντας σύρμα χειρός. Στύβουμε σε ένα μπολάκι το μισό λεμόνι και προσθέτουμε την σόδα, η οποία στιγμιαία θα αφρίσει. Τα προσθέτουμε κι αυτά στο μίγμα. Ρίχνουμε το αλεύρι σταδιακά και ομογενοποιούμε, μέχρι να σχηματιστεί μια ζύμη. Προσθέτουμε περισσότερο, αν κρίνουμε πως χρειάζεται.
Σε μία επιφάνεια, απλώνουμε την ζύμη με το χέρι μας και χρησιμοποιώντας ένα ποτήρι ή ένα κουπ πατ, κόβουμε στρόγγυλα κομμάτια. Γεμίζουμε με θρυματισμένη φέτα και κλείνουμε την ζύμη σχηματίζοντας ένα τυροπιτάκι. Τοποθετούμε στο ταψί αφήνοντας μικρή απόσταση ανάμεσα στα τυροπιτάκια, τα οποία θα φουσκώσουν λίγο μόνο κατά το ψήσιμο.
Αλείφουμε με χτυπημένο αυγό. Ψήνουμε στους 180 βαθμούς Κελσίου στον αέρα, για 25’ ή μέχρι να ροδίσουν.